- ναρκοθετώ
- (ε) μετ. минировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναρκοθετώ — ναρκοθετώ, ναρκοθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ναρκοθετώ — 1. τοποθετώ νάρκες 2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θετώ (< θέτης) πρβλ. ιστο θετώ, νομο θετώ] … Dictionary of Greek
ναρκοθετώ — ναρκοθέτησα, ναρκοθετήθηκα, ναρκοθετημένος, τοποθετώ νάρκες σε θάλασσα ή σε ξηρά: Η είσοδος του λιμανιού ναρκοθετήθηκε ή είναι ναρκοθετημένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
ναρκοθέτηση — η [ναρκοθετώ] 1. στρατ. τοποθέτηση στην ξηρά ή πόντιση στη θάλασσα ναρκών για ανατίναξη εχθρικών στόχων 2. μτφ. υπονόμευση ενέργειας ή προσπάθειας … Dictionary of Greek